Ο ΤΡΙΤΟΣ
ΜΑΚΕΔΟΝΟΡΩΜΑΪΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΕΡΣΕΑ
(172-168)
Στα χρόνια που οι
Ρωμαίοι είχαν πόλεμο με τον Αντίοχο της Συρίας, ο Φίλιππος της Μακεδονίας που
τάχθηκε με τους Ρωμαίους, βγήκε ωφελημένος. Έτσι κατόρθωσε να καταλάβει μερικές
στρατηγικές θέσεις στη Θράκη και την Ελλάδα και να διοργανώσει τα οικονομικά
του. Και ακόμα επειδή έχασε πολλούς Μακεδόνες στις μάχες που έδωσε με τους
Ρωμαίους όχι μόνο προπαγάνδιζε την ιδέα πως έπρεπε οι Μακεδόνες να φτιάχνουν
πολλά παιδιά, αλλά έφερε και πολλούς Θράκες και τους εγκατάστησε στην
Μακεδονία. (Λίβιος ΧΧΧΙΧ, 24)
Αν και είχε πάθει
μεγάλες συμφορές από τους Ρωμαίους, ωστόσο δεν έχασε το θάρρος του και πάντα
ονειρευόταν πως μια μέρα η Μακεδονία θα ξαναγινόταν μεγάλο κράτος, όπως στον
παλιό καιρό, και θα εξουσίαζε όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και την Ασία.
Στα τελευταία όμως
χρόνια της ζωής του, όπως και στην άλλη Ελλάδα, έτσι και στη Μακεδονία η
κοινωνική διαφοροποίηση έφερε στο προσκήνιο τις λαϊκές μάζες (φτωχοαγρότες,
βιοτέχνες και τεχνίτες).
Όπως είδαμε,
παλαιότερα στα χρόνια που έγινε η επιδρομή των Κελτών, στην Κασσάνδρεια είχαν
επικρατήσει οι φτωχοαγρότες και ο αρχηγός τους Απολλόδωρος απαλλοτρίωσε τα
μεγάλα αγροχτήματα και τα μοίρασε στη φτωχολογιά.
Ήταν φυσικό λοιπόν
τώρα που η Μακεδονία περνούσε μεγάλη κρίση, οι ιδέες του Απολλόδωρου που ποτέ
δεν είχαν σβήσει, να βρουν έδαφος να αναπτυχθούν πάλι και να επηρεάσουν μεγάλα
στρώματα του πληθυσμού.
Αυτή τη φορά όμως ηγέτης της φτωχολογιάς που ζητούσε
κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ήταν ο Π ε ρ σ ε ύ ς, ο γιος του Φιλίππου. Φαίνεται
επηρεάστηκε από το πολιτικοκοινωνικό πρόγραμμα του Κλεομένη και Νάβι (Κλεομένης
και Νάβις δημοκρατικοί μεταρρυθμιστές της Σπάρτης). Γι’ αυτό, όταν πέθανε ο
πατέρας του και ανέβηκε στον μακεδονικό θρόνο, εμφανίστηκε σαν κοινωνικός
μεταρρυθμιστής.
Ο Περσεύς είχε ρίξει
τα συνθήματα να ξαναγυρίσουν όλοι οι πολιτικοί εξόριστοι στις πόλις τους, να
μοιραστούν τα μεγάλα αγροχτήματα και να χαριστούν τα χρέη. Χάρισε ακόμη τους
φόρους που χρωστούσαν οι μακεδόνες στο δημόσιο και στη Δήλο, στη Λάρισα και στη
Βοιωτία κυκλοφόρησε διάγγελμα που έλεγε πως όλοι όσοι ήταν εξόριστοι είτε για
τις πολιτικές τους ιδέες, είτε για χρέη τους στο δημόσιο, είτε γιατί είχαν
ερήμην καταδικαστεί, μπορούν να έρθουν στη Μακεδονία όπου θα βρουν άσυλο.
Έτσι όχι μόνο οι
πολύ φτωχοί, οι καταχρεωμένοι και οι αχτήμονες αλλά και οι μεσαίοι αγρότες, οι
βιοτέχνες και οι προοδευτικοί Έλληνες τον έβλεπαν σαν σωτήρα τους.
Αντίθετα οι
γεωχτήμονες, οι τοκογλύφοι και οι ολιγαρχικοί, τον μισούσαν.
Εξαιτίας που η
οικονομική κρίση χρόνιζε και οι λαϊκές μάζες όλο και πιο πολύ καταπιέζονταν και
δυστυχούσαν, οι ταξικές αντιθέσεις πήραν επαναστατική μορφή.
Στη Θεσσαλία και
Αιτωλία στα χρόνια 173/170 ξέσπασαν αιματηρές ταραχές. Οι ριζοσπαστικοί
δημοκράτες και οι ολιγαρχικοί κήρυξαν αναμεταξύ τους εξοντωτικό πόλεμο.
Αλλού επικρατούσαν
οι χρεοφειλέτες και έσφαζαν τους δανειστές καθώς και οι αχτήμονες που έβαζαν
χέρι στα μεγάλα χωράφια και αμπέλια και αλλού επικρατούσαν οι αριστοκράτες που
εξόριζαν, φυλάκιζαν και σκότωναν τους δημοκρατικούς.
Ο Περσεύς φυσικά
υποστήριζε παντού τους δημοκρατικούς. Έκλεισε μάλιστα συμμαχία και με τη
Βοιωτική Ομοσπονδία που την κυβερνούσαν οι δημοκρατικοί ηγέτες Νέων, Ιππίας και
Ισμηνίας.
Προσπάθησε να πάρει
με το μέρος του και την Αχαϊκή Συμπολιτεία. Αν και οι προτάσεις του βρήκαν καλή
υποδοχή γιατί οι λαϊκές μάζες ήταν μαζί του, οι πράχτορες της Ρώμης αντέδρασαν.
Ο Καλλικράτης μάλιστα απείλησε και τρομοκράτησε το Συμβούλιο των Αχαιών. Επίσης
και στη Θράκη και στις ακτές του Αιγαίου είχε πολλούς οπαδούς ο βασιλιάς της
Μακεδονίας. Οι πόλεις Βυζάντιο και Λάμψακο αναγνώρισαν τον Περσέα σαν προστάτη
τους. Οι Ρόδιοι πάλι άρχισαν να ακολουθούν φιλομακεδονική πολιτική.
Τα καταχτητικά
σχέδια των Ρωμαίων ήταν φυσικό να βάλουν σε σκέψεις τους εμποροναυτικούς του
Αιγαίου και των παραλίων της Μικρασίας. Από τα μέτρα που πήραν οι Ρωμαίοι στη
Δυτική Μεσόγειο, ήξεραν πως αν γίνονταν κύριοι του Αιγαίου, το εμπόριο θα
περνούσε στα χέρια τους.
Αντίθετα οι
πλουτοκράτες της Περγάμου, που βρίσκονταν σε οικονομικό ανταγωνισμό με τους
Ρόδιους και με άλλες Μικρασιατικές πόλεις τάχθηκαν φανερά με τους Ρωμαίους και
έγιναν φανερά πράκτορές τους.
Το βασίλειο της
Περγάμου ύστερα από την πανωλεθρία του Αντίοχου στη μάχη της Μαγνησίας (190),
αναπτύχθηκε πολύ. Από την μια μεριά ήταν τώρα πολύ ευνοϊκή η διεθνής του θέση
και από την άλλη είχε πλούσιους εσωτερικούς πόρους. Όλο το βορειοδυτικό εμπόριο
πέρασε τώρα στην Πέργαμο. Εξάλλου η γεωργία άκμαζε. Το έδαφος καλλιεργούτανε
καλά και έδινε πλούσιες σοδιές. Η Πέργαμος στα χρόνια αυτά ερχόταν δεύτερη στην
εξαγωγή σιτηρών. Πρώτη ήταν η Αίγυπτος. Επίσης στις Ανατολικές περιοχές που
είχε πολλά και πλούσια βοσκοτόπια, υπήρχαν πολλά κοπάδια. Στις περιοχές μάλιστα
τούτες φημίζονταν οι ράτσες των προβάτων. Με το να υπάρχει πολύ μαλλί
αναπτύχθηκε η υφαντουργία. Φτιάχνανε υφάσματα που τα έστελναν στο εξωτερικό. Μα
και τα βαφεία της Περγάμου φημίζονταν γιατί χρησιμοποιούσανε χρωστικές ουσίες
που τις έβγαζαν από τα λουλούδια. Και ακόμα φημίζονταν και η περγαμηνή της
Περγάμου που συναγωνιζόταν τους παπύρους
της Αιγύπτου.
Ο βασιλιάς της
Περγάμου Ευμένης Β΄ επειδή περιστοιχιζόταν από εχθρικά κράτη και φοβόταν την
επικράτηση του Περσέα στην Ελλάδα, Μικρασία και Αιγαίο, τάχθηκε φανερά με τους
Ρωμαίους. Το 172 μάλιστα κατάγγειλε στην Ρώμη τις μυστικές προετοιμασίες του
Περσέα και σήμανε τον κώδωνα του κινδύνου.
Όπως είπαμε ο
Περσεύς με το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα έγινε αγαπητός στις λαϊκές μάζες.
Πήρε μέτρα κατά της μεγάλης ιδιοχτησίας και της τοκογλυφίας. Γι’ αυτό σε όλη τη
Θεσσαλία οι αχτήμονες και όλοι οι φτωχοαγρότες ξεσηκώθηκαν και άρχισε άγριος
εμφύλιος σπαραγμός.
Μόνο στη Λάρισα οι
ολιγαρχικοί ήταν ισχυροί. Φαίνεται όμως πως φοβότανε την λαϊκή εξέγερση και
επίθεση από τις Φερές και την Περραιβία, γι’ αυτό ζήτησαν από τη Ρώμη να
στείλει ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις για να προλάβουν κάθε κίνδυνο λαϊκής
εξέγερσης(βλ. Λίβ. ΧLII,
38,6,47,10).
Από τότε και ύστερα
η Λάρισα έγινε το ορμητήριο των Ρωμαίων ενάντια σε κάθε επαναστατική εξέγερση
και απελευθερωτική κίνηση.
Ο Περσεύς εντωμεταξύ
για να ενισχύσει τους φίλους και οπαδούς του και για να καταλάβει στρατηγικές
θέσεις κατέβηκε ως τους Δελφούς και έδωκε πολλές ελπίδες στις καταπιεζόμενες
μάζες.
Οι ενέργειες τούτες
του Περσέα ανάγκασαν τη Ρώμη να πάρει τα μέτρα της. Εξάλλου οι Θεσσαλοί και οι
Πελοποννήσιοι γεωχτήμονες και τοκογλύφοι καθώς και ο Ευμένης της Περγάμου και
άλλοι επιμένανε πως έπρεπε να χτυπηθεί και να εξοντωθεί ο Περσεύς.
Το ίδιο και οι
Αθηναίοι. Ήταν άσπονδοι εχθροί των Μακεδόνων. Όπως είδαμε στο τέλος του 3ου
αιώνα είχαν γίνει φίλοι των Ρωμαίων. Από το 200 όμως που ο Φίλιππος Ε΄ ρήμαξε
την Αττική, το αντιμακεδονικό κόμμα ενισχύθηκε πολύ. Για τούτο όχι μόνο λέγανε
στους απεσταλμένους της Ρώμης πως πρέπει να κηρύξουν τον πόλεμο κατά του Περσέα
αλλά παραχώρησαν στους Ρωμαίους στρατό και στόλο καθώς και 100.000 μόδιους
σιτηρά, παρόλο που οι Αθηναίοι είχαν πάντα ανάγκη από ψωμί(Λιβ. XLIII,6,2-3).
Επίσης οι Ρωμαίοι
είχαν τώρα συμμάχους και τους Αχαιούς. Το φιλορωμαϊκό κόμμα μπόρεσε να
επικρατήσει. Έτσι οι Ρωμαίοι ήταν εξασφαλισμένοι από την Πελοπόννησο.
Η Ρωμαϊκή Σύγκλητος
πριν κηρύξει τον πόλεμο, άρχιζε να προετοιμάζει την κοινή γνώμη, καταγγέλλοντας
τον Περσέα για ένα σωρό αδικίες και παρασπονδίες. Ύστερα έστειλε στη Μακεδονία
πρεσβεία για να ζητήσει από τον Περσέα ικανοποίηση και κατηγορηματική δήλωση
πως στο μέλλον δεν θα παραβιάσει την συνθήκη ειρήνης που είχε κλείσει με τη
Ρώμη ο πατέρας του Φίλιππος.
Στο τελεσίγραφο
τούτο ο Περσέας απάντησε πως η συνθήκη ειρήνης του πατέρα του δεν ισχύει και
ότι είναι πρόθυμος να υπογράψει νέα συνθήκη αλλά αυτή τη φορά σαν ίσος προς
ίσους.
Τότε οι Ρωμαίοι τον
κήρυξαν τον πόλεμο και το φθινόπωρο του 172 οι προφυλακές του Ρωμαϊκού στρατού
που ήταν στην Ιλλυρία πέρασαν στην Απολλωνία (Ηπείρου).
Οι Ρωμαίοι και πριν
ακόμη κηρύξουν τον πόλεμο είχαν στείλει πρέσβεις στην Ελλάδα, Ασία, Αφρική και
όπου αλλού είχαν φίλους και κατηγορούσαν τον Περσέα ότι δεν σεβόταν τις
συνθήκες και ότι ήταν επικίνδυνος νεωτεριστής.
Οι κατηγορίες τούτες
έπιασαν, γιατί παντού κυβερνούσαν οι ρωμαϊζοντες ολιγαρχικοί. Ακόμη στην
Αιτωλία, στην Ήπειρο, στο Βυζάντιο, στη Ρόδο και στη Λάμψακο επικράτησαν οι
ρωμαϊζοντες. Ο Περσεύς βρέθηκε απομονωμένος και μόνο από τους Βοιωτούς και
Χαλκιδαίους έλπιζε ενίσχυση.
Γι’ αυτό όταν ο Ρωμαίος
Μάρκιος του έκανε σύσταση να αποταθεί στη ρωμαϊκή Σύγκλητο και να ζητήσει να
αρχίσουν διαπραγματεύσεις για ειρήνη ο Περσεύς δέχθηκε.
Ο Μάρκιος όμως του
έστησε παγίδα. Και έτσι οι Ρωμαίοι κέρδισαν καιρό και συμπλήρωσαν τις
προετοιμασίες τους. Ο Μάρκιος μάλιστα κατάφερε να καταλύσει στη Βοιωτία και στη
Χαλκίδα τα δημοκρατικά καθεστώτα κι έτσι επικρατήσανε στις πόλεις αυτές οι
ολιγαρχικοί, οι φίλοι της Ρώμης. Από τις βοιωτικές πόλεις μόνο η Αλίαρτος και η
Κορώνεια έμειναν πιστές στον Περσέα.
Ωστόσο αφού
διαλύθηκε η Βοιωτική Ομοσπονδία, στις δυο τούτες πόλεις δεν μπορούσαν οι
δημοκρατικοί να κρατήσουν την εξουσία. Γι’ αυτό οι μακεδονίζοντες δημοκρατικοί
ηγέτες εξορίστηκαν ή εκτελέστηκαν.
Ο Ισμηνίας, που
βρισκόταν στη Χαλκίδα πιάστηκε και μη μπορώντας να υποφέρει τους εξευτελισμούς
(Πολύβ. XXVII,1,5) αυτοκτόνησε.
Ο Νέων δραπέτευσε και πήγε στη Μακεδονία.
Τότε οι εξόριστοι
φίλοι της Ρώμης ξαναγύρισαν στη Βοιωτία και άρχισαν τους διωγμούς και τις
προδοσίες.
Ο Μάρκιος μάλιστα
στο αναμεταξύ έστειλε στη Χαλκίδα 1000 Αχαιούς και καταλάβανε την πόλη. Τώρα
πια δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος να ξεσηκωθούν οι δημοκρατικοί και να πάρουν την
εξουσία.
Οι αντιπρόσωποι του
Περσέα που πήγαν στη Ρώμη αποπέμφθηκαν και διατάχθηκαν και όσοι Μακεδόνες ήταν
στην Ιταλία να φύγουν μέσα σε 30 μέρες.
Ο Περσεύς ήταν
υποχρεωμένος να πολεμήσει μόνος. Από την Ελλάδα δεν περίμενε πια καμιά ,σοβαρή
ενίσχυση γιατί σε όλες τις πόλεις επικρατούσαν οι ολιγαρχικοί. Μόνο μερικοί
Έλληνες εθελοντές καθώς και πολιτικοί φυγάδες έφθασαν στη Μακεδονική πρωτεύουσα
και κατατάχθηκαν στο στρατό του Περσέα(βλ. Λιβ., XLII,51).
Βλέποντας ο Περσέας πως δεν υπήρχε καμία
ελπίδα για ειρήνη συγκέντρωσε τον στρατό του δυτικά της Πέλλας, στο Κίτιο. Ήταν
43000 άνδρες, απ’ αυτούς οι 21000 ήταν φαλαγγίτες, 4000 Μακεδόνες και Θράκες
ιππείς, μερικές χιλιάδες υπασπιστές και οι υπόλοιποι μισθοφόροι και Έλληνες
εθελοντές.
Την Άνοιξη του 171
με τον στρατό του ο Μακεδόνας βασιλιάς προχώρησε προς τα κάτω και μπήκε στη
Περραιβία και Θεσσαλία (Λιβ., XLII,
50-53).
Αρχηγός του ρωμαϊκού
εκστρατευτικού σώματος ήταν ο Ύπατος Πόπλιος Λικίνιος Κράσσος που από την
Ιλλυρία πέρασε στην Ήπειρο και ύστερα έφτασε στους Γόμφους της Θεσσαλίας.
Η Ρώμη έστειλε και
40 πολεμικά πλοία που συνόδευαν μεταγωγικά στα οποία ήταν 11000 πεζοναύτες.
Αυτοί από την Κεφαλονιά ξεκίνησαν για τα παράλια της Βοιωτίας. (Λιβ. XLII, 48,49,55,56).
Ο Περσεύς αφού
κατέλαβε μερικές πόλεις της Περραιβίας και Αν. Θεσσαλίας τραβήχτηκε με τον
στρατό του στο Συκούριο που ήταν στα ριζά της Όσσας.
Οι Ρωμαίοι λοιπόν
χωρίς να βρουν αντίσταση έφτασαν στη Λάρισα. Εκεί ήρθαν στους Ρωμαίους
σημαντικές ενισχύσεις, από την Πέργαμο, Αιτωλία, Θεσσαλία, Αχαΐα και Ήπειρο.
Έτσι οι Ρωμαίοι είχαν τώρα περισσότερο στρατό από τον Περσέα.
Δεν ξέρουμε γιατί ο
Περσέας τραβήχτηκε στα ριζά της Όσσας και άφησε τους Ρωμαίους να προχωρήσουν
στη Θεσσαλία. Είναι πολύ πιθανό στις πόλεις του θεσσαλικού κάμπου επικρατούσαν
οι ολιγαρχικοί και γι’ αυτό δεν ήταν εξασφαλισμένος αν έδινε μάχη στη κεντρική
ή δυτική Θεσσαλία.
Οι νεώτεροι αστοί
ιστορικοί χαρακτηρίζουν ανίκανο τον Περσέα γιατί, λεν, δεν εκμεταλλεύτηκε ένα
σωρό ευνοϊκές περιστάσεις που του παρουσιάστηκαν. Οι κρίσεις αυτές είναι πολύ
ρηχές. Δεν έχουμε πηγές που να μας κατατοπίζουν σε όλες τους τις λεπτομέρειες
στα γεγονότα που μεσολάβησαν. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο Περσεύς
αντιμετώπιζε τώρα όχι μόνο τον ρωμαϊκό στρατό αλλά και τους ολιγαρχικούς όλης της Ελλάδας, αφού τα δημοκρατικά
κόμματα παντού είχαν διαλυθεί.
Ωστόσο ο Περσεύς δεν
έμεινε ολότελα άπραγος. Επιτέθηκε με το ιππικό του και νίκησε τους Ρωμαίους που
ήταν στη δεξιά όχθη του Πηνειού παρακάτω από τη Λάρισα. Κοντά 3000 Ρωμαίοι
σκοτώθηκαν και παραπάνω από 1000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι, ενώ από τους Μακεδόνες
μόνο 60 χάθηκαν.
Ο Περσεύς έχοντας
φαίνεται πληροφορίες πως οι Ρωμαίοι οργάνωσαν μεγάλο στρατό και από φόβο ίσως
μη τυχόν κάνουν απόβαση στα παράλια της Ανατολικής Μακεδονίας, πρότεινε στο
Ρωμαίο στρατηγό Λικίνιο να κλείσει ειρήνη σύμφωνα με τους όρους ειρήνης που
έκλεισε το 197 ο πατέρας του. Μα ο Λικίνιος έδωσε τελεσιγραφική απάντηση πως
πρέπει να παραδοθεί χωρίς όρους.
Στο αναμεταξύ ο
Ρωμαίος ναύαρχος Γάϊος Λουκρήτιος έφτασε στη Χαλκίδα και από εκεί οι πεζοναύτες
του πέρασαν στη Βοιωτία και πολιόρκησαν την Αλίαρτο που είχε μείνει πιστή στον
Περσέα. Η Αλίαρτος δεν μπόρεσε να αντέξει και παραδόθηκε. Τότε άρχισε σφαγή. Οι δημοκρατικοί και οι μακεδονίζοντες σφάχτηκαν. Οι
γέροι και οι γυναίκες πουλήθηκαν σαν σκλάβοι και η πόλη καταστράφηκε.
Ο Περσεύς έδωσε και άλλη μεγάλη μάχη στη
Φάλαννα που ήταν στη δεξιά όχθη του κάτω Πηνειού, κοντά στην κοιλάδα των
Τεμπών. Και τη μάχη αυτή την κέρδισε. Οι Ρωμαίοι έπαθαν νίλες.
Ύστερα πήρε τον
στρατό του και πήγε στη Μακεδονία.
Έτσι ο Λικίνιος
έμεινε μέσα στη Θεσσαλία και προχωρώντας κατέλαβε την περραιβική περιοχή, εξόν
από την πόλη Γόννος που είχε οχυρώσει ο Περσεύς. Πήγε επίσης στην σημερινή
περιοχή του Αλμυρού και προχωρώντας προς τα κάτω κατάστρεψε τον Πτελεό.
Κατά την περίοδο
αυτή ο Λικίνιος και ο ναύαρχος Γάϊος Λουκρήτιος τόσο στην Κεντρική Ελλάδα, όσο
και αλλού καταδίωξαν παντού τους δημοκρατικούς και μακεδονίζοντες. Έσφαξαν,
έκαψαν πόλεις, πούλησαν σα δούλους γυναίκες και παιδιά και γενικά φέρνονταν σαν
άγριοι κατακτητές.
Ο Περσεύς αφού
ανασύνταξε τις δυνάμεις του στο τέλος του 170 από τη Μακεδονία με το στρατό του
βάδισε προς τη Θεσσαλία. Στο αναμεταξύ η Ιλλυρία και η Ήπειρος διώξανε τις
ρωμαϊκές φρουρές και προσχώρησαν στον Περσέα. Έτσι ο Μακεδόνας βασιλιάς έχοντας
εξασφαλισμένα τα πλευρά του, οργάνωσε νέα επίθεση κατά του ρωμαϊκού στρατού.
Όταν έφτασε στην
Θεσσαλία πολλές πόλεις τον υποδέχθηκαν σαν ελευθερωτή. Ύστερα προχώρησε προς
την Ιλλυρία, όπου καταδίωξε τους Ρωμαίους και απεκεί στράφηκε προς την Αιτωλία
όπου υπήρχε ισχυρό αντιρωμαϊκο κόμμα. Οι Ρωμαίοι όμως κατάφεραν να εισχωρήσουν από
τα Τέμπη στη νοτιοδυτική Μακεδονία. Ο Περσεύς τότε αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω.
Στη Ρώμη όταν έμαθαν
τις δυο νίκες του Περσέα και ότι οργάνωσε νέα εισβολή στη Θεσσαλία καθώς και
στην Ήπειρο και Ιλλυρία, αποφάσισαν όχι μόνο να αντικαταστήσουν τους αρχηγούς
του εκστρατευτικού σώματος αλλά και να στείλουν και άλλο στρατό.
Έτσι την Άνοιξη του
168 ο νέος στρατηγός των Ρωμαίων Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος που φημιζόταν σαν
άριστος στρατηγός, έφτασε στα σύνορα της Θεσσαλίας και Μακεδονίας και αφού
αναδιοργάνωσε τον ρωμαϊκό στρατό, ενέργησε διαφόρους επιθετικούς ελιγμούς και
ανάγκασε τον Περσέα από τον Ενιπέα ποταμό που ήταν στρατοπεδευμένος να
τραβηχτεί στην Πύδνα.
Ο Ρωμαίος στρατηγός
όταν ο Περσεύς υποχώρησε δεν τον άφησε να οργανώσει τις νέες του θέσεις και του
επιτέθηκε. Η ιστορική μάχη έγινε στις 22
Ιούνη του 168. Αν και οι Μακεδόνες πολέμησαν με λύσσα δεν μπόρεσαν να
κερδίσουν τη μάχη. Έπαθαν μεγάλη καταστροφή. Σκοτώθηκαν 20000 και πιάστηκαν
αιχμάλωτοι 5000. Η ήττα του Περσέα ήταν συντριπτική. Ο ίδιος μόλις κατόρθωσε να
γλυτώσει. Μαζί με μερικούς πιστούς του φίλους έφυγε και πήγε στη Σαμοθράκη αλλά
σε λίγο έφτασαν εκεί οι Ρωμαίοι και τον έπιασαν και τον ταπείνωσαν.
Οι Ρωμαίοι, φυσικά,
κολάκεψαν τις Ελληνικές πόλεις που ήταν σύμμαχες και τις ενίσχυσαν και πιο πολύ
μάλιστα την Αθήνα. Δώρισαν σ’ αυτή την Δήλο και την Λήμνο καθώς και όλη την
περιοχή της Αλιάρτου.
Ο νικητής στρατηγός
Αιμίλιος Παύλος όταν γύρισε στη Ρώμη τον υποδέχθηκαν οι Ρωμαίοι με αλαλαγμούς. Τρεις
μέρες βάσταξαν οι παρελάσεις. Μαζί του έφερε όχι μόνο τα λάφυρα αλλά και
ζωγραφικούς πίνακες, ανδριάντες, μακεδονικά νομίσματα και άλλους πολύτιμους
θησαυρούς.
Την Τρίτη μέρα του
θριάμβου, γράφει ο Πλούταρχος, προπορεύονταν 100 βόδια προορισμένα για τις
θυσίες, ακολουθούσαν 77 δοχεία γεμάτα από χρυσά νομίσματα, τα παιδιά του Περσέα
και ο Περσεύς ντυμένος με καστανόχρωμο ιμάτιο και φορώντας τα μακεδονικά
πέδιλα… φαινόταν σαν να είχε χάσει το λογικό του. Ύστερα ακολουθούσαν οι φίλοι
και οπαδοί του, που πενθούσαν και έκλαιγαν.
Οι Ρωμαίοι αφού τον
διαπόμπευσαν τον έριξαν πάλι στη φυλακή και ύστερα από λίγο τον σκότωσαν.
Τέτοιο τραγικό ήταν
το τέλος του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας που αγωνίστηκε όχι μόνο για την
λευτεριά και ανεξαρτησία της χώρας του αλλά και για την επιβολή κοινωνικών
μεταρρυθμίσεων.
Η Μακεδονία
χωρίστηκε τότε σε 4 περιφέρειες-διοικήσεις, με κέντρα την ΑΜΦΙΠΟΛΗ, τη
Θεσσαλονίκη, την Πέλλα και την Πελαγωνία. Ανάμεσα σε τούτες τις περιφέρειες
υψώθηκε φραγμός. Οι κάτοικοι της καθεμιάς από αυτές δεν είχαν ούτε το δικαίωμα
της επιγαμίας ούτε το δικαίωμα απόχτησης ακινήτων στις άλλες τρεις.
Τα χρυσωρυχεία
απαγορεύτηκε να δουλεύουν. Μόνο επιτράπηκε στους Μακεδόνες να εξάγουν σίδηρο
και χαλκό. Απαγορεύτηκε όμως η εισαγωγή αλατιού. Απαγορεύτηκε επίσης η
υλοτόμηση στα δάση και η εξαγωγή ναυπηγήσιμης ξυλείας.
Οι απόγονοι του
Φιλίππου και του Αλεξάνδρου έγιναν απ’ εδώ και πέρα σκλάβοι των Ρωμαίων.
Οι Μακεδόνες που
είχαν το πρώτο όνομα στη Βαλκανική, τη Μεσόγειο και Ανατολή, έπαψαν πια να
ακούγονται.
ΑΠΟ ΤΗΝ «ΜΕΓΑΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ» ΤΟΥ Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΥ.